- ψυχρίδα
- Μονάδα με την οποία μετριέται η ποσότητα θερμότητας την οποία αφαιρεί μια ψυκτική εγκατάσταση από τα ψυχόμενα σώματα. Μια ψ. ισοδυναμεί με την αφαίρεση μιας χιλιοθερμίδας. Η ισχύς μιας ψυκτικής εγκατάστασης μετριέται σε ψ. ανά ώρα, δηλαδή με τον αριθμό ψ. που η εγκατάσταση παράγει σε μια ώρα.
* * *η, Νμετρολ. παλαιά μονάδα αφαιρούμενης ποσότητας θερμότητας, αντίστοιχη με μία αρνητική χιλιοθερμίδα.[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. |εν. όρου, πρβλ. γαλλ. frigorie].
Dictionary of Greek. 2013.